«Μας είχε βγάλει ένας από τους πλανόδιος φωτογράφους που στέκονταν στη Ράμπλα, κοντά στο λιμάνι. Οι μηχανές τους με το τρίποδο διέθεταν ένα υποτυπώδες εργαστήριο, σκεπασμένο με ένα μαύρο πανί. Το μεγάλο ξύλινο κουτί ήταν καλυμμένο με φωτογραφίες ταυτότητας. Νεοσύλλεκτοι σε άδεια, που κοίταζαν το φακό με μάγκικο ύφος που δύσκολα έκρυβε την απέραντη μοναξιά τους, χαμογελαστές κοπέλες μερικές με τα χείλη και τα μάγουλα βαμμένα ροζ, ζευγάρια που έσμιγαν τα πρόσωπά τους μέσα σ’ ένα πλαίσιο σε σχήμα καρδιάς. Πληρώνοντας κάτι παραπάνω, ο καλλιτέχνης μπορούσε να σου προσθέσει στη φωτογραφία μια γιρλάντα από λουλούδια ή ένα «σ’ αγαπώ» με πλαγιαστά καλλιγραφικά γράμματα».
Η Βαρκελώνη της δεκαετίας του πενήντα κρύβει σκληρές συνοικίες και θερμές γειτονιές όπου οι άνθρωποι βιώνουν δύσκολα τα μεταπολεμικά χρόνια. Η Μανουέλα ζει μαζί με το θείο, τη θεία και τη μαμά της. Οι δύο γυναίκες – γνήσια πρότυπα της εποχής τους -, προσπαθούν να εμφυσήσουν στο μικρό κορίτσι τις αρχές της στέρησης, της θρησκοληψίας, της καταπιεσμένης ανάγκης, της δουλοπρέπειας που αρμόζει στην «κατώτερη κοινωνική τάξη» όπου θεωρούν ότι ανήκουν: αντλώντας τη χαρά του μόνο μέσα από τη δυστυχία. Ευτυχώς υπάρχει ο θείος Ισμαέλ. Και η ξαδέρφη Ιρένε με την οποία τον συνδέει κάποιος μυστηριώδης δεσμός. Η μικρή Μανουέλα μπαίνει μαζί τους στο παιχνίδι της ζωής και αρχίζει να βλέπει πως η ύπαρξη μπορεί και να μην είναι κατάρα. Οι ήρωες της Maruja Torres διαθέτουν αυτό το έντονα ανθρώπινο και «κοντινά ζεστό» στοιχείο που αναγκάζει τον αναγνώστη να λάβει ενεργά μέρος στην αφήγηση αναγνωρίζοντας όπως στον καθρέφτη τον εαυτό του. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)