Ο Κάρολος πηγαίνει στην τρίτη δημοτικού και η Λίλη στην πρώτη. Ο μπαμπάς τους δουλεύει στη σωληνουργία. Είναι καλός και αστείος. Η μαμά τους μοιάζει με την Μαίρη Πόππινς αλλά πίνει πολύ ουίσκι. Ακόμα, κάνει βόλτες στα μαγαζιά, μιλάει (ψιθυριστά) στο τηλέφωνο και νοσταλγεί την Αφρική (όπου ζούσε κάποτε με τον παππού και τη γιαγιά, με τα σκυλιά τους και τα άλογά τους). Ο μπαμπάς κοιτάζει τη μαμά, η μαμά κοιτάζει έναν άλλο κύριο, κι αυτός ο άλλος κύριος κοιτάζει μια άλλη κυρία, καθώς και μερικά άλλα πράγματα που τον κάνουν ευτυχισμένο και μαζί πολύ δυστυχισμένο. Είναι μια γλυκιά οικογένεια που διαλύεται.
Ζει σ’ ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Η Αθήνα γλεντάει. Ξενυχτάει στα αναψυκτήρια και στις βεγγέρες. Στο μεταξύ κτίζονται καινούργιες πολυκατοικίες – καινούργιες συνοικίες. Είναι ένα τοπίο μαγικό: οι μεγάλοι έχουν ένα σωρό μυστικά και οι μικροί ένα σωρό απορίες – και μυστικά επίσης. Ο Κάρολος κοιτάζει τον κόσμο – τον κόσμο κοιτάει κι η Λίλη, αλλά διαφορετικά. Έπειτα, ο κόσμος κλυδωνίζεται. Η χώρα μεταμορφώνεται σε μια άλλη χώρα.
Ο Κάρολος και η Λίλη μεγαλώνουν λίγο, αλλά όχι πολύ. Στο μεταξύ, η γιαγιά Νίνα χαρίζει στην Λίλη ένα τρανζιστοράκι. Ο Πίπης βάζει γυαλιά μυωπίας, η Φώφη ερωτεύεται ένα φαντάρο. Ο μπαμπάς του Πίπη εξορίζεται σ’ ένα ερημονήσι κι η γιαγιά Ευλαλία τσακώνεται με τη Λίλη γιατί η Λίλη πάει σ’ εκείνα τα βαφτίσια απρόσκλητη. Μέχρι να συμβούν αυτά, συμβαίνουν κι άλλα, πολλά: ακούγονται φιλιά, κλάματα, τραγούδια και γυαλικά που σπάνε.
Ο Αζναβούρ εμφανίζεται σε ένα κέντρο στο Καλαμάκι. Δίνονται υποσχέσεις και μερικά χαστούκια. Το «Αύριο μια άλλη χώρα» είναι η ιστορία του Καρόλου και της Λίλης, οι καλές και οι κακές μέρες μιας παιδικής ηλικίας. Οι καλές και οι κακές μέρες μιας χώρας – και μετά, μιας άλλης χώρας.