Μπλε πολυκατοικία
Ένα διαμέρισμα που το κατοίκησα με τον τρόπο που κατοικεί κανείς τα όνειρά του.
Ένα κρεβάτι στο οποίο δεν ξάπλωσε ποτέ κανείς.
Δυο μαξιλάρια στα οποία κανένα κεφάλι δεν έγειρε.
Μια μπανιέρα που έμεινε στεγνή.
Μια κουζίνα στην οποία δεν ψήθηκε ποτέ ούτε ένας καφές.
Ένα σαλόνι στο οποίο κανείς ποτέ δεν δέχτηκε κανέναν.
Τραπέζια και καρέκλες στα οποία δεν κάθισε να φάει ποτέ κανείς.
Ένα κουδούνι στην πόρτα χωρίς όνομα.
Παντζούρια κλειστά.
Μικρές χαραμάδες.
Λίγο φως.
Λίγος αέρας. Ελάχιστος που κούνησε όμως δυνατά ό,τι χαρτιά κρεμόντουσαν στους τοίχους.
Σαν κάποιος να πέρασε,
σαν κάποιος να ‘ρθε
μου φάνηκε πως είδα κάποιον στην πόρτα να μπαίνει, ν’ αφήνει την τσάντα του στον καναπέ, να βγάζει και να πετά το πανωφόρι του, να μ’ αγκαλιάζει, χωρίς μια λέξει να παίρνει το χέρι μου στη χούφτα του, να με οδηγεί στο βάθος του διαδρόμου αριστερά και κει, σχεδόν στα σκοτεινά, να σμίγει μαζί μου όπως παλιά. Ένα γκρίζο χρώμα θυμάμαι, κάτι σταγόνες κόκκινες και λίγο πιο πέρα κάπου έναν λεκέ.
Δεν το φαντάστηκα λοιπόν! Στ’ αλήθεια αυτό ο κάποιος ήρθε.
Αυτό το κάποιος που ήταν κάποτε κάτι από κάπου αλλού. Αυτός / ο κάποιος / που ήταν κάποτε / κάτι / από κάπου αλλού. Να πάλι οι λέξεις που αρχίζουν να παίζουν μαζί μου παιχνίδια. Πάνε από δω, πάνε από κει, γίνονται χώρος, γίνονται σπίτι που μπαίνω μέσα του και κατοικώ, γίνονται ρούχο που ρίχνω επάνω μου και το φορώ και με ζεσταίνει και με μαγεύει και με στενεύει και με παιδεύει, γίνονται πάπλωμα που με σκεπάζει, κρεβάτι που προσπαθώ να κοιμηθώ μα δεν μ’ αφήνουνε, στήνουν μπροστά μου κυκλικό χορό, ξανά, πάλι, ξανά, πάλι, ξανά, πάλι, ξανά, σ’ έναν ρυθμό που αφήνομαι τέλος και παρασύρομαι και μόνο τότε αφού μπλεχτώ μαζί τους κατορθώνω να βγάλω τη φωτογραφία.
ΜΙΚΡΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μια καλύτερη εμπειρία περιήγησης. Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies από εμάς.