Ο γράφων, νεαρός τότε κομμουνιστής -και μάλιστα παθιασμένος- διαβάζοντας, όσα μπορούσε γύρω από τη μαρξική θεωρία του κράτους, συνέτασσε μια σειρά ερωτημάτων-αντιρρήσεων, αντιτιθέμενος στα όσα “αστικά” μας έλεγε ο καθηγητής.
Έτσι, λοιπόν, κάθε Παρασκευή εμφανιζόμουν στο “φροντιστήριο” του ελευθέρου διαλόγου υποστηρίζοντας τη μαρξική θεωρία, την οποία βεβαίως γνώριζα υποτυπωδώς.
Ο Βεζανής αισθανόταν ευχάριστα σ’ αυτό το ιδεολογικό – πολιτικό κοντράρισμα και έτσι είχε καθιερωθεί στο “φροντιστήριο” αυτό να πρωταγωνιστεί ο γράφων με “τη βιομηχανία των ερωτήσεων”, που είχαν ως πηγές τη μαρξική βιβλιογραφία, η οποία στήριζε την Κομμουνιστική Κοινωνία.
Από τότε θυμάμαι τις οργίλες αντιρρήσεις του δασκάλου που μου απαντούσε: “Ποιος σας είπε κύριε ότι ο κομμουνισμός θα καταργήσει το φθόνο, τη ζήλεια, τα ερωτικά πάθη, την κακότητα του ανθρώπου, το ατομικό συμφέρον;”
Έπρεπε να περάσουν έξι σχεδόν δεκαετίες για ν’ αναγνωρίσω πόσο δίκαιο είχε ο δάσκαλος και μάλιστα τόσο πολύ ώστε να οδηγηθώ το 2010 στην έκδοση του έργου μου: “Η κομμουνιστική Ουτοπία” (από εκδ. “Κάδμος” και το 2013 από εκδ. “Πελασγός”).
Στο έργο μου αυτό αναπτύσσω τα όσα απέρριπτα τότε και μάλιστα με μεγάλο πάθος αλλά και μέγα λάθος.
Ανεξάρτητα όμως απ’ όλα αυτά εκείνες οι ιδεολογικές -κατά βάσιν- αντιπαλότητές μας, μας έφεραν πιο κοντά μαθητή και δάσκαλο και μας οδήγησαν σε μία αλληλοεκτίμηση, η οποία θα επιβεβαιωθεί μετά από μία δεκαπενταετία περίπου, όπως θα καταδειχθεί σε άλλο σημείο αυτής της μαρτυρικής κατάθεσης.